-
1 Всевышний
επ. κ. ουσ. (γραπ. λόγος, παλ.)• ύψιστος (επ. του Θεού).
См. также в других словарях:
Υιός του ανθρώπου — Αυτοχαρακτηρισμός του Ιησού στα ευαγγέλια. Ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τον όρο αυτό είναι αντικείμενο πολλών ερμηνειών των σχολιαστών των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Μερικοί υποστηρίζουν ότι με τον όρο αντικαθιστά τη λέξη «εγώ», άλλοι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek
Κοράνι — Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει… … Dictionary of Greek
Μοναρχιανοί — οι ονομασία αιρέσεων τών πρωτοχριστιανικών χρόνων που προσπάθησαν να λύσουν το θεολογικό πρόβλημα τής τριαδικότητας τού θεού είτε με την αποδοχή τού Χριστού ως τού σαρκωθέντος Θεού Πατρός είτε ως απλού ανθρώπου, στον οποίο κατοίκησε ο Λόγος τού… … Dictionary of Greek
ЛОГОС — (греч. logos речь, слово, высказывание, понятие, основание, мера) понятие 1) антич. философии и 2) христианского богословия, обозначающее а) разумный принцип, управляющий миром и б) Бога Сына как Посредника между Богом Отцом и миром. Как филос.… … Философская энциклопедия
ЛОГОС — ЛОГОС (греч. λόγος речь, слово, высказывание, понятие, основание, мера), понятие античной философии и христианского богословия, где оно обозначает разумный принцип, управляющий миром, и Бога Сына, второе лицо Троицы. Как философское… … Античная философия
Αγαθόνικος — I Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τηζωή του, αν και δεν αναφέρεται από κανέναν συναξαριστή. Ο Α. ήταν Βυζαντινός, ευγενής, που μαρτύρησε στις αρχές του 8ου αι. στα Ιεροσόλυμα στη διάρκεια ιερού… … Dictionary of Greek
Book of Revelation — For other uses, see Book of Revelation (disambiguation). Books of the New Testament … Wikipedia
Единородный Сыне — «Единородный Сыне» неизменяемый гимн, входящий в состав второго антифона литургий Иоанна Златоуста и Василия Великого ( … Википедия